ευθυγράμμιση

ευθυγράμμιση
[-ις (-εως)] η
1) воен, выравнивание; 2) установка в ряд, в строй, в очередь; 3) прям. , перен. выравнивание; 4) радио настройка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευθυγράμμιση" в других словарях:

  • ευθυγράμμιση — και ευθυγράμμηση, η [ευθυγραμμίζω] 1. το να τοποθετείται κάτι σε ευθεία γραμμή («ευθυγράμμιση ανδρών εν παρατάξει» η παράταξη τών οπλιτών σε ευθεία γραμμή) 2. ναυτ. η πορεία ενός πλοίου πάνω σε μια νοητή ευθεία που ορίζεται από δύο σταθερά σημεία …   Dictionary of Greek

  • ευθυγράμμιση — η το να φέρνω κάτι στην ευθεία γραμμή: Πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει ευθυγράμμιση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθυγράμμιση πλανητών — (Αστρον.). Η διάταξη, προσεγγιστικά, σε ευθεία γραμμή των εξωτερικών πλανητών από τον Δία έως τον Ποσειδώνα που παρατηρείται περίπου κάθε 178 χρόνια. Η διάταξη αυτή των πλανητών μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να κατευθυνθούν διαστημικά οχήματα από… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • ίσασμα — και ίσιασμα, το [ισάζω] ισασμός*, ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • ίσιασμα — και ίσασμα, το [ισιάζω] ευθυγράμμιση, εξομάλυνση, ισοπέδωση, διευθέτηση …   Dictionary of Greek

  • αλφαδιά — η [αλφάδι] 1. η ευθύτητα και (συνήθως η οριζοντιότητα) μιας επιφάνειας 2. η οριζόντια ευθυγράμμιση τών κορυφών ή τών επιφανειών διαφόρων αντικειμένων …   Dictionary of Greek

  • ευθυγράμμηση — η η ευθυγράμμιση …   Dictionary of Greek

  • ευθυγραμμίσιμος — η, ο [ευθυγράμμιση] αυτός που μπορεί να ευθυγραμμιστεί («ευθυγραμμίσιμο τόξο») …   Dictionary of Greek

  • ζύγισμα — και ζύγιασμα, το (Μ ζύγιασμα) [ζυγίζω] 1. ζύγιση, στάθμιση, εύρεση τού βάρους ενός σώματος και ο καθορισμός του σε σταθμά 2. ευθυγράμμιση 3. εκτίμηση και υπολογισμός τών συνεπειών μιας ενέργειας 4. (για πτηνά) αιώρηση, ζύγιασμα στο διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • ισασμός — και ισιασμός, ο (ΑΜ ἰσασμός, Μ και ἰσιασμός και ἰσαμός) [ισάζω] το να κάνει κάποιος κάτι ίσο, ευθυγράμμιση, εξίσωση, εξομάλυνση νεοελλ. ναυτ. «ισασμός κεραιών» η οριζοντίωση τών κεραιών, η τακτοποίηση τών κεραιών στη σωστή τους θέση μσν. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»